- ἡσύχαζε
- ἡσυχάζωkeep quietimperf ind act 3rd sgἡσυχάζωkeep quietpres imperat act 2nd sgἡσυχάζωkeep quietimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβροστομώ — λαβροστομῶ, έω (Α) μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ ἡσύχαζε μηδ ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + στομῶ (< στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ, ψευδο στομώ] … Dictionary of Greek
(η)συχάζω — ησύχασα, ησυχασμένος 1. αμτβ., ηρεμώ, είμαι ήσυχος: Μόνον αν πεθάνει θα ησυχάσει. – Ησυχάζει το σπίτι όταν φεύγει το παιδί. 2. αναπαύομαι, κοιμάμαι: Έπεσε στο κρεβάτι για να ησυχάσει λίγο. 3. απαλλάσσομαι από ανησυχίες ή πόνους: Αν δεν έβλεπε με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)